- ορεμπόται
- ὀρεμπόται, οί (Α)(ως επίθ. τών ποταμών) αυτοί που πίνουν τα όρη, δηλ. που σχηματίζονται από τα νερά τών βουνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. < ὄρος (II) + -εμπότης (< ἐμπίνω), ενώ, κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τη λ. Ὀρομπάτας].
Dictionary of Greek. 2013.